Εγκλωβισμένη εντός μου
ουρλιάζω στο νεκρό κορμί.
-Μ’ ακούει κανείς;
Ψιθυρίζει η σιωπή ατάραχη
-σώπασε αρκέσου στους ήχους
των ψιθύρων μου.
Φωνάζουν οι ευσεβείς πόθοι
που στριμώχθηκαν
στο βάθος των επιθυμιών από τις ανάγκες.
Ουρλιάζουν οι λύκοι των αναμνήσεων
στο πυκνό δάσος της ψυχής.
Και πως ν’ απαριθμήσεις τις μνήμες
που τρέχουν να ξεφύγουν
από τον κλωβό της σκέψης
σ’ εκείνον της ζωής σου
εκεί που η φωνή αντιλαλεί
εκεί που ανασαίνεις
και μυρίζεις την ανάσα σου.
Εκεί που ενώ βγαίνεις από το κλουβί
μπαίνεις σε άλλο.
Προσπαθείς να ελευθερωθείς
και βγαίνεις σε ένα άλλο
και σε ένα άλλο και ξανά…
Μικρά τα όρια…
Στενά τα περιθώρια…
Αφέθηκα να χαθώ.
Αφέθηκα να πνιγώ.
Αφέθηκα να γερνώ.
Τα κύτταρα μου αντέχουν
όσο θ’ αντέχει η ψυχή
να ρουφά την υγρασία τους.
Σαν αφυδατωθούν
θα βγει απ’ τις ρωγμές τους.
Εκείνες που κάποτε ήταν πηγές
και ανάβλυζε μύρο από τα λουλούδια τους.
Κόβοντας τις κάλλες της νεότητας
και πετώντας τες στο κράμα του χρόνου
μόνη τώρα πια στο μονόδρομο του ορίζοντα
δύω απολαμβάνοντας το ηλιοβασίλεμα
τα ψήγματα μου στο ουράνιο σώμα δίνω
να υπάρξω μικρός ανώριμος Θεός
διευρύνοντας το σώμα του σύμπαντος
στο αχανές άγνωστο κι αχόρταγο ταξίδι του.
This poem has not been translated into any other language yet.
I would like to translate this poem