Οι δρόμοι πάσχιζαν να ρουφήξουν
το φως της δύσης.
Καμένο λάστιχο, χαρακιές από τροχούς,
τρυπημένη άσφαλτος
μοιάζει έτοιμη να μπει
στις ψυχές και να τις αποικίσει.
Πού και πού πεταρίζει κάποια
φεύγοντας πάντα μέσα από ένα άσπρο πουκάμισο,
με απόφαση να ταξιδέψει στην Ανατολή.
Η άσφαλτος λιώνει,
γίνεται μαύρη λάβα και
πετρώνει μπροστά σε δυο πράσινες κόρες
που περιμένουν στη στάση,
την κοιτούν και δε φοβούνται.
Οι πλανόδιοι κατάλαβαν ότι
ήταν ώρα να τυλίξουν την πραμάτεια
και ν' αποσυρθούν στα έγκατα
-μέχρι αύριο-.
Τα περιστέρια είχαν κουρνιάσει
και το τραίνο από κάτω,
ανυποψίαστο για το φως,
έπινε τις σκοτεινές στοές μονορούφι.
Περισσότερηνύχτα παραγγέλθηκε
από τους από πάνω, μόνο φώτα, όχι ήλιος.
Τα μάτια της γάτας που λαμπύριζαν,
έστειλαν το τελικό σήμα:
Νύχτωσε στην πόλη.
This poem has not been translated into any other language yet.
I would like to translate this poem