Μάθαμε το ζεβγάλετρο, απ' τα μικρά μας χρόνια,
με δαύτο το ξαγγλίσαμε το χώμα στις καρδιές μας…
Βιολέτες δεν προσμένουμε, μύρωμα στις βραδιές μας,
τι δεν φυτρώνουν πια εδώ, μας έλειψε η πρόνοια…
Λαμπρίτσες δεν αφήκαμε να σκιώνουν τις βραγιές μας,
τα φιόρα τ' αρνηθήκαμε για το σιταροκρίθι...
Μπροστά στο χρυσοπράσινο, περάσανε στη λήθη,
αποχρωμιές που στόλιζαν τις παιδικές μαγιές μας…
Των αηδονιών μελίσματα, ξεμάθαμε ν' ακούμε,
της κατσιλέρας μας αρκούν, οι μανισμένες τρίλιες,
καταμεσής σε καλαμιές, καρπισερές, προσήλιες.
Της μοιάζουμε, για σύνορο, σ' αμάχη σαν δοθούμε…
Πώς σ' επιτάφιο, τώρα πια, για πρεπισμό θα πάμε,
μετά 'πο κάθε σταύρωση που μας φιλεύει η ζήση;
Τα χέρια θα ‘ναι αδειανά, κι ας έχουν θησαυρίσει,
με σιταριές αξάνοιχτες, που χρόνια τις τρυγάμε…
Δίχως ζουμπούλια, πασχαλιές, πρίμουλες και χιονάκια,
χωρίς βιολέτες πορφυρές, χωρίς χιόνασπρες κάλες,
πώς θ' ανεβούμε θαρρετοί, του πένθους μας τις σκάλες,
πώς η αγνότη, παντοχής, θα θρέψει, φιντανάκια;
Με φτωχικά γρικήματα, εγκώμια ποιός θα ψάλλει, -
για τ' άψυχά μας όνειρα, που σβήσαν προδομένα,
και κείτονται, στα μάτια μας, μπροστά, ξεψυχισμένα,
προσμένοντας, ανάστασης αυγή να ξεπροβάλλει;
Και ποιός θα σύρει δέηση, στις άχρονες ουσίες,
σοφία, ρώμη κι ομορφιά, το σύντελο π' αφεντέβουν,
να δράμουνε συχέριο μας, μ' ορμή να ξαντιμέβουν,
απ' το ρηγάτο τ' άραχλο, τις σύθρηνες θυσίες;
Οι έρμοι θ' απαντιάζουμε, με βλέμμα χαηλωμένο,
κατά πως θα ‘μαστε λειψοί, για κομπολύτρες ώρες…
Πικρά, θα τ' ανανιώσουμε, μέριμνες κερδοφόρες,
πως δεν φελάν ολοκαιρίς, με χείλι δαγκωμένο…
Άμαντις, άξια τα γυνιά, και η συγύρια η ρέστη,
μα, με τ' αλεύρι, η ψυχή, μονάχα, δε χορταίνει…
Μύρα ζητά και χρώματα, τρίγοργα να γλυκαίνει.
Τότες θα πει "Άξιον εστί", θα πει "Χριστός ανέστη"...
This poem has not been translated into any other language yet.
I would like to translate this poem