Ήταν πάντα του ξέμακρος, της μοναξιάς ταμένος,
και στ' ουρανού το φάγγρισμα, χανόταν τ' αποσπέρια,
μες στο κατακαλόκαιρο, μετρώντας πεφταστέρια,
και τ' άπειρου γυρεύοντας, την άκρ' απελπισμένος.
Πάν' απ' τα μαύρα σύγνεφα, ο ήλιος ο κρυμμένος,
το πνεύμα του σαγήνευε, κι έψαχνε στ' αγριοκαίρια,
την αχτιδιά, μαθαίνοντας, πως να βαστά στα χέρια,
της ίριδας τα χρώματα, την αγριμιά ζωσμένος.
Μα τώρα στ' άδεια σούρουπα, τα πορφυροβαμμένα,
που ‘χουν το ρήμι σάβανο, βάνει μες στο μυαλό του,
δυο μάτια αβασίλευτα, στη γλύκα βουτηγμένα.
Κι αναρωτιέται των αητών, φτερά θεριακωμένα,
που ζήτησε, απ' τη ζωή, αν ήταν για καλό του,
ή έπρεπε να βολευτεί, με γλάρων, μουχλιασμένα.
This poem has not been translated into any other language yet.
I would like to translate this poem