Τότε που ήμασταν παιδιά, φαινόμασταν αθώοι,
ίδιοι με άσπρα λούλουδα, σε ροδαριάς αγκάλη,
που οι βροχές δεν τ' άγγιζαν, μηδέ το κουκοσάλι,
και ήταν πάντ' ορθάνοιχτα, σ' άξιο μελισσολόι.
Σήμερα δεν τ' αρνούμαστε, πως ζήσης λιθοξόοι,
αλγόριθμοι ανήλεοι, φτιαγμένοι για βιοπάλη,
λαξέψανε τα μέσα μας, και με ψυχρό ατσάλι,
κόψαν τα ρόδα τα ωριά, σαν μπήκαμε στ' αγώι.
Πως τούτ' αλήθεια γίνηκε, δεν πήραμε χαμπάρι,
λες και δεν ήμασταν εκεί, όταν πετσοκομμένα,
πέφταν ομπρός στα πόδια μας, τα άνθια στο χορτάρι.
Τώρα μας είν' παρηγοριά, μες στης ψυχής τ' αρμάρι,
μοσκιά από μιαν άνοιξη, μπουμπούκια ξεραμένα,
που είναι ζύγια ακριβά, στης μνήμης το καντάρι.
This poem has not been translated into any other language yet.
I would like to translate this poem