Της ροδαυγής παρήγγειλα,
ωχ, ματάκια καστανά,
ν' αργήσει να φωτίσει.
Τον πιο γλυκό τον ύπνο σου,
ωχ, μαγιάτικά μ' ανθιά,
να σου τον αβγατίσει.
Κι αν ημπορεί, κι αν δύνεται,
ωχ, χειλάκια μου γλυκά,
τ' ονείρου να μηνύσει.
Σε ταρσανά, απάνεμο,
ωχ, του δυόσμου ευωδιά,
να πάει να καθίσει.
Για ν' αρματώσει, περκαντί,
ωχ, χεράκια μου μικρά,
μαζί σου ν' αρμενίσει.
Και στη γεράνια θάλασσα,
ωχ, κοράλλια μ' ροδινά,
να σε ξεπελαγίσει.
Και του αγέρα, διάφορο,
ωχ, πετράδια μ' ακριβά,
να τάξει, και μπαξίσι.
Για να φυσήξει, πρόστυχα,
ωχ, φτερά μου αλαφρά,
να σε παραστρατίσει.
Και να σε φέρει, στα ρηχά
ωχ, της άρμης μυρουδιά,
δίπλα μου να σ' αφήσει.
Μέσα στην έρμη μ' αγκαλιά,
ωχ, του κόρφου μου δροσιά,
να σε γλυκοξυπνήσει.
Και σαν χορτάσω τα φιλιά,
ωχ, γαρύφαλλου μοσκιά,
πίσω να σε γυρίσει.
Προτού ο ήλιος σηκωθεί,
ωχ, ανάσα μου αψιά,
κι η μέρα αρχινήσει.
This poem has not been translated into any other language yet.
I would like to translate this poem