Κάποτε, ο Σερτώριος, που τον εσυμβουλεύαν,
φυλές Ιβήρων άγριες με ζόρι να υποτάξει,
είπε και φέραν άλογα, θέλοντας να διδάξει,
τους λοχαγούς του, άδικα, πως το μυαλό ξοδεύαν.
Κι είπε, σ' άτι στασιάρικο που δεν το τιθασσεύαν,
να τάξουν έναν αχαμνό, φαμέγιο που χ' αρπάξει,
και σε ψοφάλογο λιχνό, που ‘ταν να τα τινάξει,
στρατιώτη που για δύναμη, όλοι τους τον παινεύαν.
Και των αλόγων τις ουρές, να βγάλουν τους ζητούσε.
Κι ο δυναμάρης βάλθηκε, όλη να την τραβάει.
Ίδρωνε όμως άφελα κι αυτή δεν ξεκολλούσε.
Μα ‘κειος ο τσίρος πονηρά, μια-μια τις ετραβούσε
τις τρίχες, και σαν τέλεψε, βάλθηκε να γελάει.
Το χώνεψαν, πως απ' τη βια, το πείσμα προτιμούσε.
This poem has not been translated into any other language yet.
I would like to translate this poem