Στα τρυφερά τα χρόνια μου, στην άσπρη πολιτεία,
το γάρμπος το ξεχωριστό, της ώριας ροδοδάφνης,
γειτόνευε της δροσερής οσμής της αλισάχνης,
που ξάφριζε, απ' το γιαλό, η αύρα μ' αγυρτεία.
Κι είχε το συναλίκ' αυτό μια κάποια γοητεία,
μα στις καρδιές απλώνονταν, ωσάν ιστός αράχνης.
Σ' εμπόδιζε να ξανοιχτείς, ψηλώματα να ψάχνεις,
μον' των πολλών, σε στένευε, να κάνεις τη θητεία.
Μες το μυαλό χαράχτηκε, σαν το βαθύ αυλάκι.
Στριφνό ‘ναι να μιγαδευτεί με ίδρωτα αρμύρα.
της δάφνης η καλοφτιασιά, που κρύβει το φαρμάκι.
Στη ζήση πια σαν συναντώ, του μόχθου λουλουδάκι,
με βάζει πάντ' αντίσκομα, η συναγμένη πείρα,
και δεν ψηφώ την ομορφιά, που πνίγει τ' αγεράκι.
This poem has not been translated into any other language yet.
I would like to translate this poem
Εξοχος! 10+++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++