Στα γλινοτόπια του Σπερχειού, οι καλαμουκανάδες,
απ' τις σαβάνες έρχονται, η μέρα σα θεριέψει,
κι έχουν τα θάρρη πως φωλιές, πού 'χανε μαστορέψει
τους καρτερούνε σόλιδες, ψηλά στις καμινάδες.
Μα σαν τις βρούνε ρημαδιό, απ' τους κακοβοριάδες,
στους στύλους του ηλεκτρικού, ανάγκη να προστρέξει
η ξυνωρίδα η παλιά, γενιές που ‘χει αναθρέψει.
Και θ' αναστήσει άλλη μια, αν της δοθούν λιακάδες.
Εκεί, κατά το σούρουπο, θε‘ να τους δεις να σκίζουν
τον ουρανό, σαν ψαλιδιές, στης μέρας το μετάξι.
Και στα χωράφια, αργόσυρτοι, να συχνοτριγυρίζουν.
Μαζί με τ' αποφώλια τους, γέρους γονιούς φροντίζουν,
η φύση τους η σπλαχνική, όπως τους έχει τάξει.
Και λουφαχτά μες στις φωλιές, τις μύτες κροταλίζουν.
This poem has not been translated into any other language yet.
I would like to translate this poem