Του Μουχαμέτη οι πιστοί, βαρώντας τουμπελέκια
τους πελαργούς προβόδιζαν, με στιχερά ουσούλια,
κι όταν μισεύαν στο νοτιά, αργέβαν στα μαξούλια.
Κατά τη Μέκκα, πίστευαν, πως πάνε τα ντερέκια.
Στα μαύρα χρόνια του ζυγού, τα δόλια τα λελέκια,
οι χριστιανοί τα λέγανε, με άχτι τουρκοπούλια.
Σαν με σεφέρ' ανάβλεψαν, λεύτεροι πια την Πούλια,
απάνω τους σηκώσανε, θανατερά ντουφέκια.
Ν' αφανιστούνε κόντεψαν, απ' την παλιάν Ελλάδα.
Γιατ' ήταν το συνήθειο τους, και δεν εδιγνωμίζαν
ψηλά να χτίζουν τις φωλιές, σε Τούρκων καμινάδα.
Ή σε πλατάνια, που ‘δανε, χαμούς Κλεφτών αράδα.
Των άμοιρων γκιαούρηδων, τα σπίτια δεν αγγίζαν,
τ' ήταν κοντά κι ασβολερά, από σκλαβιάς σκιανάδα.
This poem has not been translated into any other language yet.
I would like to translate this poem
έξοχο10++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++