Σα βγεις μια μέρα λιόχαρη σ' ένα πλατύ χαγιάτι
ξανοίγοντας, στης πόλης μας τις βουερές τις ρούγες,
ώρες του μόχθου, το λαό ν' ανοίγει τις φτερούγες,
θα δεις συβάντ' αλλόκοτο, που θα σου μπει στο μάτι.
Ίσια, δεν παν περπατητά, παρά δυο, τρεις νομάτοι
Οι άλλοι φιδοστρίβουνε ωσάν να πλέκουν ούγες,
ή νήμα σα να γνέθουνε, γιομίζοντας τις δρούγες,
κι όλο ζητάν συχώρεση, άμα σκουντάν μια πλάτη.
Είναι, που όλοι μας, μαθές, ζούμε σε φυσαλίδες,
και που κανείς, δε θέλουμε, να μπει μες τη δικιά μας
γιατί, αν τύχει και συμβεί, ανάβουν θρυαλλίδες.
Κι όταν εμείς αστόχαστα ή πέρ' απ' τις ελπίδες
τους άλλους ακουμπήσουμε μες την αβασταγιά μας
ντρεπόμαστε και φαίνουνται στα μάγουλα κηλίδες.
This poem has not been translated into any other language yet.
I would like to translate this poem