Κολήγας της αστροφεγγιάς και της βιδιάς παρέα
η αθιβολή των τζιτζικιών τις νύχτες του Δριμάρη.
Κι αν είν' κομμάτι ανιαρή για να σε συνεπάρει,
ν' απαρνηθείς δε γίνεται μια πρόσκληση μοιραία.
Των βάρδων ψέλνουν οι ψυχές, με μούσα φευγαλέα,
των, που δεν αξιώθηκαν της παινεσιάς τη χάρη.
Χαθήκαν, πριν η τέχνη τους να φτάσει σ' ακρινάρι
και τη βαφτίσαν οι κριτές, φτηνή και αγοραία.
Στων τζιτζικιών τα σώματα πετύχαν να τρυπώσουν
και στον αγέρα της νυχτιάς, τα τερετίσματά τους
τις ρίμες που ξαστόχησαν ψάχνουν να διορθώσουν.
Με τις μονότονες φωνές, δεήσεις θα σηκώσουν
συχώρεση να λάβουνε γι' αυτά τα κρίματά τους,
κι απ' την πολλή τη διακονιά, ίσως το κατορθώσουν…
This poem has not been translated into any other language yet.
I would like to translate this poem