Στου γερολύκου την καρδιά, άτιμο ζαϊφλίκι,
τον βερεμιάζ' ανήμπορο κι όλο κοντανασαίνει.
Από τα στήθια τ' η φωνή πασχίζει, μα δε βγαίνει
και γύρα του στριμώχνονται, συφάμελοι οι λύκοι.
Μέσα στα μάτια που ‘ν' θολά γυρεύουν δεκανίκι.
Άμα σβηστεί, της παγανιάς θα ειν' ορφανεμένοι,
Κι αβόλευτο, μες τη μονιά να γέρνουν χορτασμένοι.
Στ' αγριμολόγημα, καιρό, είχε τ' αρχηγηλίκι.
Μα ο γέρος δε σκοτίζεται για τέτοια καρδιοχτύπια,
Της λύκαινας μόνο κοιτά, τα μάτια τα κλαμένα,
οι άλλοι θεν' να πορευτούν, τους έμαθε τερτίπια.
Μόνο για ‘κείνη που γροικά πως στέκεται σε ‘ρείπια
αλάργα απ' όσα, ως τα χτες, της ήτανε γραμμένα,
τον μέλλει, και του χάροντα ξυπάται την αγρύπνια.
This poem has not been translated into any other language yet.
I would like to translate this poem