Μες απ' της νύχτας τη σκοτεινιά που με σκεπάζει
μαύρη απ' άκρη σ' άκρη σα λάκκος βαθύς
ευχαριστώ όποιους κι αν υπάρχουν θεοί
για την αδάμαστή μου ψυχή.
Στην πιο άγρια των περιστάσεων αρπάγη
ούτε που δείλιασα ούτε που έμπηξα τις κραυγές.
Κάτ' απ τις κατραπακιές της τύχης
μπορεί κεφαλή ματωμένη, αλλά ποτέ σκυφτή.
Πέρ' απ τον τόπο τούτο των δακρύων και της οργής
θαμπίζει μονάχα το σκιάχτρο σκιάς φριχτής.
Κι όσο τώρα για την απειλή των χρόνων
άφοβο με βρίσκει και θε να με βρίσκει παντοτινά.
Δεν έχει διάφορο πόσο στενή είν' η πύλη
ή πόσο φορτωμένο ποινές το χαρτί.
Είμ' εγὠ της μοίρας μου ο αφέντης,
είμ' εγώ της ψυχής μου ο οδηγός.
Παρά τη δυσφήμιση των δυο τελευταίων στίχων στα σύγχρονα χρόνια από τη χρήση χειλέων διαβόητου κακοποιού το ποίημα θεωρείται, όπως πάντα, ένα από τα μεγάλα ποιήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.Δε γνωρίζω αν έχει ξαναμεταφραστεί στα ελληνικά.Ελπίζω η μετάφρασή μου να αρέσει στον έλληνα αναγνώστη.