Ένα ποτάμι τα σκουπίδια του παρασύρει,
ένας άνεμος τη νεκρή φύση σβουρίζει.
Μια υπάλληλος τα πρωινά ψίχουλα τρατάρει.
Σε μονόξυλο κρεβάτι την καρδιά της πως βιάζει!
Του σπυριάρη την αυτοπεποίθηση ανεβάζει.
Μαγειρεύει, καθαρίζει και την κούρασή της κρύβει.
Για ένα γαργάλημα, τον εαυτό υποβιβάζει.
Εκείνος την αδράνεια βλέπει αποδοχή. Έχει βολευτεί!
Έχουν ξεχάσει πόσα η φλόγα έχει να πει
στης δουλειάς τη συνήθεια ο εαυτός χάνει τη γη.
Βουβός, τυφλός, ανέγγιχτος παραληρεί
στων μηδενικών την πολύ βουή.
Κάπως έτσι χάνεται της καρδιάς η φωνή,
μια φωτιά εύκολα σβήνει χωρίς τροφή.
(Έμπνευση από την «Ρημαγμένη Γη» του T.S Eliot)
This poem has not been translated into any other language yet.
I would like to translate this poem