Στο σκοτάδι ψηλαφώ το μπρούτζινο χέρι
Χωρίς να το κρούσω (Να μην ενοχλώ)
Αναζητώ τον σκουριασμένο μάνταλο
Ανοίγω την ξύλινη πόρτα της αυλής
Εισρέει η μοσχοβολιά των λουλουδιών
Και των δέντρων στα ρουθούνια
Προσέχω μην πατήσω τις χελώνες
Ώσπου να φτάσω να αγκαλιάσω τους κορμούς
Του λωτού, της φουντουκιάς και της κερασιάς
Ανεβαίνω τα σιδερένια σκαλιά ελαφροπατώντας
Ανοίγω την είσοδο και μπαίνω στο σαλόνι
Με την μισοκαμένη σκεπή π'αναδεικνύει τ'άστρα
(Επίδοξοι κατακτητές την έκαψαν κάποτε για να ζεσταθούν)
Από τους τοίχους με κοιτούν γαλήνια τα πορτρέτα προγόνων
Έπιπλα και μπιμπελό, όλα στη θέση τους σκονισμένα
Κανένας νεκρός στο πάτωμα ή στο κρεβάτι
Μυρωδιά καφέ αναδύει η κουζίνα και θερμαίνει την καρδιά
Τα χνώτα των ζωντανών απουσιάζουν από τον κάτω όροφο
Σιωπή γύρω, με εξαίρεση την κραυγή της κουκουβάγιας
Ίδια η θέα από το παράθυρο.
Λείπουν οι πλανόδιοι, τα παιδιά και οι αρκουδιάρηδες
Σκαρφαλώνω και πηδώ στον πάνω δρόμο του ονείρου
This poem has not been translated into any other language yet.
I would like to translate this poem