Έζησε βραδιές πίκρες δίχως κουβέντες κι αγκαλιές
μα δεν καταδεχόταν πότε το θρήνο, τις παρηγοριές.
Όμορφη, λαμπερή δεν τη λύγιζε του ανέμου η βοή
ατάραχη στο πέλαγο αναζητούσε... τη φυγή;
Κανείς δεν την ρώτησε ποτέ γιατί μένει σιωπηλή
μα κι αν το έπραττε η απόκριση θα ήταν βουβή.
Βαστούσε πάντα ένα κόκκινο ρόδο ευωδιαστό
ίσως εκεί να ήταν το μεγάλο της μυστικό.
Μια μέρα που χιόνιζε πυκνά κι είχε κρύο παγωνιά
την είδα από μακριά να γράφει πάνω στο χιονιά.
Δεν της μίλησα, δεν με είδε, δεν ξέρω τι να πω
μα σαν είδα το γραμμένο...ένιωσα ότι την αγαπώ.
Δεν την είδα ποτέ άλλη φορά χάθηκε εκείνη τη νυχτιά
ένα κύμα είπαν ήρθε την πήρε σε μέρη μακρινά
κι εγώ δεν είπα ποτέ σε κανένα 'κείνο το μυστικό
ακόμη τη σκέφτομαι τις νύχτες και την αποζητώ
This poem has not been translated into any other language yet.
I would like to translate this poem