Το φως των αστραπών που σχίζουνε τη γη
Καίνε την ελπίδα με του πυρός οργή.
Οι ουρανοί ματώνουν, η πέτρα αιμορραγεί.
Δάση από λόγχες, σαν φίδια ατσαλιού
Ρημάζουνε τη χώρα του μικρού παιδιού.
Μεγάλωσε στις στάχτες, πατρικού σπιτιού
Δαίμονες του σκότους πλάι του καρτερούν.
Τη στιγμή του πόνου, με πόνο να θραφούν.
Η πείνα και ο φόβος σύντροφοι πιστοί
Μέχρι να μυρίσει του αίματος οσμή.
Κείτεται στο χώμα, το σώμα αιμορραγεί.
Ο θάνατος πλησιάζει, δαίμονες γελούν.
Έντρομος φωνάζει, βοήθεια ζητά.
Το σώμα του χλομιάζει, τώρα ξεψυχά.
Χέρια ματωμένα, μες τη σορό νεκρών
Δίψα για το αίμα της φλέβας των θνητών.
Τα δόντια κοφτερά, και μάτια σκοτεινά
Τον τρόμο προκαλεί και θάνατο σκορπά.
Βαδίζει σταθερά και της χαμογελά
Σημάδια στο λαιμό της άφησε ξανά
Σαν δέντρο στη φωτιά, το σώμα ξεψυχά
Στα μάτια τον κοιτά, για όσο μαρτυρά
Δάκρυα του πόνου την παίρνουν μακριά
Στ' άστρα αυτός φωνάζει και έλεος ζητά.
Του θανάτου η αιχμή ματώνει τη πληγή,
Της χαραυγής το φως σφραγίζει τη σιωπή.
This poem has not been translated into any other language yet.
I would like to translate this poem