Κοίταξε τη μικρή θάλασσα μέσα του.
Ήταν αυτός και οι άλλοι
που τον συναρμολόγησαν,
που του έσταξαν στάλα-στάλα,
όπως πέφτει η μαστίχα από το θάμνο της
πάνω στην ηλιοκαμένη πέτρα,
πνοή ψυχής, χτύπους καρδιάς
και έκαναν το αδρόσιστο ξερόκλαδο
να μπαίνει θριαμβικά στην ύπαρξη.
Ήταν εκεί, βγαίνοντας από το πετσί του
σε θάλασσα χωρίς βυθό και ορίζοντα,
αυτός που πήρε τη θέση του
σε στιγμή δοκιμασίας,
κι αυτός που τον παρηγόρησε
ανάμεσα σε μουγκρητά μηχανών.
Κι οι έρωτες πληρωμένοι και απλήρωτοι
μα όχι εξοφλημένοι
γεμάτοι απαιτήσεις και οφειλές
σ΄ένα χαμόγελο που έμεινε ασυντέλεστο.
Ήταν εκεί αυτός που επαινούσε
κι εκείνος που τον μίσησε
και τον κοίταζε πάντα λοξά
μέσα από τη χαραμάδα της ευτυχίας του-
έτσι έλεγε, τώρα πια….-
Ήταν και τα λόγια που δεν είπε, δεν άκουσε
κι εκείνα που ξεστόμισε.
Όλα τον χτίζανε
και του δείχνανε τι θα μείνει
όταν επιστρέψει, στον καιρό του,
στο αδρόσιστο ξερόκλαδο.
This poem has not been translated into any other language yet.
I would like to translate this poem