Καθόταν «άεργος» στην αυλή
κάτω από τη φούξια βουκαμβίλια,
όταν το πορτόφυλλα και τα πατζούρια,
άρχισαν να περνούν μπροστά του.
Βαθύ λουλακί η πόρτα,
μπλε του πελάγου το παντζούρι,
κόκκινο του αίματος το κάσωμα
αλιζαρίνη και το μονό παντζούρι.
Πράσινο το άλλο, το θολωτό,
πράσινο βαθύ η δίφυλλη πόρτα.
Γαλάζιο ανοιχτό ο ντενεκές με τη γαρυφαλιά
μπλε της Πρωσίας τα ξύλα του φράχτη,
γαλάζιο το πορτάκι του.
Πορτοκαλί το παράθυρο της σοφίτας.
Κι απάνω, μπλε της Πρωσίας
αραιωμένο με άσπρο τιτανίου.
Και στο φόντο
το μπλε κοβαλτίου με σταγόνες πού και πού λευκού.
This poem has not been translated into any other language yet.
I would like to translate this poem