Χινόπωρος, κι οι άνεμοι, την ψύχρα φορτωμένοι,
τ' αγέρα την ανασαιμιά, τήνε ποτίζουν θλίψη.
Η πρασινάδα κιότεψε, το χόρτο θ' απολείψει,
κι η φυλλωσιά, στο δάσωμα, σέπεται σωριασμένη.
Απόκουφα, δροσοβολιά και πάχνη συχναλλάζουν...
Τα χελιδόνια στο φτερό, για του νοτιά τα μέρη,
κι από τους τόπους του βοριά, στης κλείσης το σεφέρι,
κομπούνια των αγριόκυκνων, με γνέφαλα που μοιάζουν.
Κι εγώ στενάχωρα περνώ, με τούτα τα σημάδια,
κι η στοχασιά μου τριγυρνά, σε λόγου σου, που λείπεις.
Με του μυαλού τον αργαλειό, φαίνω πανί της λύπης,
που 'χει βαφτεί με στεναγμούς, στης ερημιάς τα βράδια.
Ποιες θάλασσες σε πήρανε, στης λησμονιάς τις χώρες,
και ποιοί γιαρέδες σε κρατάν, στις αγκαλιές σειρήνων,
και δεν ψηφάς νυχτέρια μου στο άβαθνο των θρήνων,
και ματοκλάδια, άδικα, που τα σαρώνουν μπόρες;
Απλώνω στο τζιβούρι μου, τα τέλια του αγγίζω,
να πω τραγούδι χαρωπό. που σβήνει το μεράκι,
μα η φωνή τσακίζεται, σαν το ξερό κλαράκι,
απ' την οργή, που στέγνωσε, μοίρας που δεν αξίζω.
Η ποταμιά των αστεριών, τραβά κατά τη δύση...
Να το ζεστάνω δεν μπορώ, μισαδειανό κλινάρι,
ας λούζεται στην αλαμπή, που ρίχνει το φεγγάρι...
Κι η γκρίζα μέρα, άβολο, τη νύχτα να ξορκίσει…
Δέρνονται μες στους ουρανούς, υφάντρα και βουκόλος,
που μάγια δεν αφήνουν τους, να σφιχταγκαλιαστούνε,
κι οι κίσσες, άλλα σκέφτονται, και δεν μπορούν να βρούνε,
αδειά να στήσουν γέφυρα, οπού 'χει χάσμα ο θόλος.
Ποιό άδικο να πράξανε, σαν σμίξανε για λίγο,
στη ζήση τη γοργόφτερη, κι άξιζαν τέτοια κλήρα;
Τρέμω να μην μου γράφτηκε, κι εμέ η ίδια μοίρα,
που όσο και να δύρουμαι, άπιαστο ν' αποφύγω…
This poem has not been translated into any other language yet.
I would like to translate this poem