Τι είναι τούτο τ' όνομα, πέρ' απ' απλά σημάδια,
που μες σε πέντε συλλαβές, ζητάν, έστω, με τάξη,
φωνές διαλέκτου δωρικής, που έχει πια ρημάξει,
να ζωντανέψουν σε πηλό, ψηφιδωτά, πετράδια;
...
Σ' ανάρια, λεύκας, φυλλωσιά, ασπρόμαυρη φιγούρα,
απακουμπά, ανάηχα γλιστρώντας στον αγέρα,
γλυκό πουρνό, η λιόθρεφτη, πριν αυγατίσει, μέρα,
μοναχική, παράταιρη, της φλώρας φιοριτούρα.
...
Τ' αγκύλι' από τα βάσανα, που η ζήση μας φιλεύει,
άφησαν πάνω μας πληγές που πήραν και ροδίσαν.
Θρέψαν ουλές με τον καιρό, τα χείλια τους εκλείσαν,
ίδιες κουρτίνες, βυσσινιές, θεάτρου που αργέβει.
...
Απ' το μοναχόλυκο που στέκει ψηλά στη ράχη,
και ρέμπελος ξαγναντεύει τ' αμέριμνο κοπάδι,
εκείνον που ροβολάει, σκυμμένος, στο λιβάδι,
κάλιο να σκιάζεσαι. Tον ζορίζει, τ' άδειο στομάχι.
...
Για μερικούς, στη σφόρτσα ζωή, η ξαστεριά αργεί.
Ίσως, δεν ήταν γραφτό, νωρίς να την απαντήσουν…
Ή, σαν ήρθ' άλλοτε, έχασαν να την ξαγναντίσουν,
σκυμμένοι σε φροντίδες κι έργα π' απαιτούν διαλογή.
...
Στην παλιά τη γειτονιά μου, ‘φεραν εν' αλεπουδάκι
που ‘χε κόκκινο το χρώμα κι έτρεμε σαν το ψαράκι.
Πήραν να παίζουν τα παιδιά με εκστατικό το βλέμμα,
και το κλωτσούσαν στη σειρά, να δουν αν ήταν ψέμα.
...
Για τον παπά της πόλης κάποιοι, ‘λεγαν πως το ‘τσουζε αρκετά…
Από τ' ανάμα ως τη ρετσίνα, τα βήματα δεν είν' πολλά…
Ποιος ξέρει; Ίσως, να ‘χαν δίκιο… Είχε η μύτη του ένα χρώμα!
Μα όταν ευχόταν για τα Δώρα, γονατιστός πάνω στο χώμα,
...
Στης κρασοκούπας, που ‘μεινε σε μια γωνιά, τα βύθια,
τα καταπάτια χάνουνε της γλύκας τα βλισίδια,
κι οι δροσοφίλες πιάνουνε στα χείλια της στασίδια
αλέστες στο διαγούμισμα του σπίρτ' από συνήθεια.
...
Καθώς τα χρόνια κυλάνε μες τα στερεότυπα
και ρουφάνε τη ρώμη των πρόσκαιρων σωμάτων μας,
να πουλήσουμε νέες εκδοχές των ψεμάτων μας
πασχίζουμε, σ' όσους δεν έχουν δει τα πρωτότυπα.
...