Τ' αγκύλι' από τα βάσανα, που η ζήση μας φιλεύει,
άφησαν πάνω μας πληγές που πήραν και ροδίσαν.
Θρέψαν ουλές με τον καιρό, τα χείλια τους εκλείσαν,
ίδιες κουρτίνες, βυσσινιές, θεάτρου που αργέβει.
Τη μνήμη των τραυμάτων μας, ο χρόνος δε νοθεύει.
Κατέχουμε αλάθευτα σε ποια μεριά ανθίσαν,
που μαραθήκαν, κι από που, ψυχή και δέρμα ξύσαν.
Η αίσθηση πως τα ‘χουμε, το νου μας σαγηνεύει.
Σαν μας κυκλών' η μοναξιά, παίρνουνε και ξυπνούνε
τα σκοτεινά τα τραύματα, των ταξιδιών τεκμήρια.
Τότε τα χείλια σκύβουνε, γλυκά και τα φιλούνε.
Τις αγαπάμε τις νυχιές, π' αρνούνται να σβηστούνε.
Δίχως αυτές θα ήμασταν, ξάρμενα τρεχαντήρια,
π' ακόμα δεν αξιώθηκαν, την άλμη να γευτούνε.
Ωραιότατο! 10+++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++
This poem has not been translated into any other language yet.
I would like to translate this poem
Ωραιότατο! 10+++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++