Κι ήρθε η στιγμή των σκιών.
Ό, τι συμπαγές και γεμάτο
γίνεται πια σκιά και διάφανο.
Γυρνά στη δίνη της νύχτας,
στροβιλίζεται όπως
τ' αστέρια στους πίνακες του Βίνσεντ.
Ψάχνει να βρει την πέτρα
που εξέχει από τον
πετρόχτιστο τοίχο για να στηριχτεί.
Για λίγο. Ξανά ηπεριδίνηση.
Οι φωνές είναι μόνο μια βουή,
μπερδεμένες που δε βγάζουν νόημα
Οι μεγάλοι δρόμοι διασταυρώνονται
με τα σοκάκια και
μια μικραίνουν μια πλαταίνουν.
Τον περιγελούν…
Πότε θ' ανάψει πράσινο;
Δεν έχει πια…σταματάς εδώ,
πάρε το άλλο παιχνίδι…
Μεγάλωσες.
Μπορείς και να γελάσεις, δεν πειράζει πια.
Αλλά όχι….
Όχι γέλιο από τους μεγάλους,
μόνο λόγια βαριά, σοβαρά
καλολεκιασμένα απ' το μίσος,
πεταμένα στον αέρα όλο χαρά.
Τα βλέπει να γυρίζουν γύρω του,
να τον κοιτούν, να τον χαϊδεύουν
με στοργή και
να του δείχνουν την άδεια καρέκλα
με τ' όνομά του.
Θα πάρει θέση;
Το κίτρινο ράμφος του κοτσυφιού
του γνέφει «όχι»
μαζί κι ένα αμήχανο κοριτσίστικο χαμόγελο….
Τότε…
Μας τα' παν κι άλλοι.
Αργά ή γρήγορα θα λάβεις θέση….
Μάθε ότι οι κάβοι λύθηκαν όλοι,
ξεμάκρυνες από τη χώρα σου
και θα μάθεις, θες δε θες
τη γλώσσα των άλλων…
Είσαι πια μετανάστης…
This poem has not been translated into any other language yet.
I would like to translate this poem