Του Σάββατου τα πρωινά, έχουν μοσκιά γαλήνης,
μα στο σουλάτσο σαν θα βγω, με ραθυμιά φιδίσια,
μιας δόμνας με κεντροβολά, η χάρ' η ζαρκαδίσια,
κι άθελ' απλώνει στην ψυχή, το πέπλο της σαγήνης.
Είν' η φωνή της γάργαρο νερό δροσάτης κρήνης
και της αυγούλας τη θωριά, έχει τη νεραϊδίσια,
με πορφυρά τα μάγουλα, τα φρύδια τ' αβδελλίσια,
τα μάτια π' αντιφέγγουνε σ' αποχρωμιές της μήνης.
Να προσπεράσω δεν μπορώ, δίχως να της ζητήσω,
δυο λέξεις πεταχτάρικες, απ' το γλυκό της στόμα,
νόστιμες και κιμπάρικες, σ' αυτές να ναυαγήσω.
Αυτές θα ήταν αρκετές, την έμπνευση ν' αντλήσω,
μ' από το συναλίκ' αυτό, μ' αποθαρρύνει ακόμα.
Και τώρα πρέπει δίχως τους, τις ρίμες μου να στήσω.
This poem has not been translated into any other language yet.
I would like to translate this poem