Τη μέρα τη νιογέννητη, οι γλάροι χαιρετάνε,
και με το ροδοχάραμα, παίρνουν να ξεφωνίζουν.
Εκεί οπού τα κύματα, στο γυρογιάλ' ακρίζουν,
για την ταγή, με λιξουριά, στη θάλασσα βουτάνε.
Στις ερημιές τ' απέραντου γαλάζιου τριγυρνάνε,
με το γλυκό λιοστάλαγμα, κι από ψηλά βιγλίζουν,
τις ψαροπούλες σερπετές, αλάργα ν' αρμενίζουν,
κι απ' τη σοδειά τους μερτικό, ν' αδράξουνε ζητάνε.
Μα σαν θα ‘ρθει το δειλινό, κι ο πόντος θα ‘χει χάρη
μενεξελιάς αποχρωμιάς, κι ανάρια θα χρυσίζει,
γιουρούκηδες θα μαζωχτούν, στων κάβων το κλινάρι.
Μ' αποσταμένα τα φτερά, ο ύπνος θα τους πάρει
και στ' όνειρο το ποθητό, θα δουν να στραφταλίζει
η ασκοθάλασσ' ασημιά, ξέχειλη απ' το ψάρι.
This poem has not been translated into any other language yet.
I would like to translate this poem