Δεν ξέρω αν κατάλαβες, ποτές, σε ποιας αγάπης,
αμέρεφτης κι αγάληνης, τα δίχτυα έχεις πέσει.
Μέσα στα βρόχια της, μπορεί θάλασσα να χωρέσει,
που ώρες είν' πειθαρχική, κι ώρες πικρός σατράπης.
Δεν ξέρω να μπολιάζω 'γω με την καρτεροσύνη,
του έρωτά μας το δεντρί, που τη βροχή ζητάει.
Εγώ μ' αγέρας δυνατός, που όταν αγαπάει,
χύνεται μες στη φυλλωσιά, μ' αβάσταγη βιασύνη.
Δεν ξέρω ‘γω παραλοές μαστορικές να σιάχνω,
που βάζει, στων παθιάρηδων τα χείλια, η Ερατώ.
Εγώ ‘χω φτερωτό φαρί, τ' αψήλου, όταν πετώ,
κι αντιλαλούν τα «σ' αγαπώ», τα γκέμια σαν αδράχνω.
Δεν ξέρω γιατί, λούλουδα, εφήμερα γυρεύεις,
που, σβήνει η ανάσα τους, στης νύχτας το σκοτάδι.
Εγώ 'χω άνθος, στην καρδιά, αμόλυντο πετράδι,
που πήγα και το κούρσεψα, σε τόπους που λατρεύεις.
Δεν ξέρω γιατί σκιάζεσαι, όταν γρικάς να πέφτω,
σαν το γεράκι άξαφνα, σε σμάρι περιστέρια.
Εγώ με τις φτερούγες μου, σε πάω αν θες στ' αστέρια,
το ξέρεις, πως εδώ στη γη, μόνο για σε προσπέφτω.
Δεν ξέρω γιατί κάθεσαι, ολημερίς κι υφαίνεις,
του πόθου άλικο πανί, που νύχτα το ξηλώνεις.
Κι αν πορτολάνος ξέμακρος, είμαι, μη μου χολώνεις,
έχω, για Θιάκι, αγκαλιά, που χρόνους τη ζεσταίνεις.
This poem has not been translated into any other language yet.
I would like to translate this poem