Βροχερή είν' η νύχτα, κι η βαριά σιωπή ταιριαστή.
Στης θλίψης το μέστωμα, πικρές οι ώρες γλιστράνε.
Μοναχά οι νεροσταλίδες, το στάφνισμα χαλάνε,
ανοίγοντας στο περβάζι, κουβέντα μουρμουριστή.
Της αγάπης οι σπίθες, στο κλάμα, σαν έχουν σβηστεί,
να λουφάξουν απομένει, στις ψυχές που πονάνε.
Στις κρύες τις στάχτες, οι άγγελοί μας δεν πετάνε.
Έχουν στο ρήμαγμα ‘μπρος, τα φτερά τους ψαλιδιστεί.
Στέκονται τ' αψήλου, κι αναστενάζουν και μαδιούνται
και τ' αναφιλητά τους, θαρρείς πως γεννούν τη βροχή.
Τι ‘φταιξαν, οι έρμοι, που τους βάλαμε να χτυπιούνται…
Σ' αυτούς δόθηκε να παραστέκουν τους π' αγαπιούνται
μ' από πάντα τους μπέρδευε των πρόσκαιρων η ψυχή.
Πρωτάτο σαν κι' αυτό, αν τους άξιζ' αναρωτιούνται...
This poem has not been translated into any other language yet.
I would like to translate this poem