Τον εσυγκίνησαν τον Απόλλωνα
οι βαρβαρικοί τόνοι* των καταπραϋμένων θλίψεων,
των ανακουφισμένων στόνων* τ' ανατολικά ηχοχρώματα,
οι λυδοφρυγικοί δρόμοι* των εξαϋλωμένων λυγμών.
Στα χείλη του Μαρσύα οι αυλητικές περιπάθειες
ημέρεψαν τ' αγρίμια, τα συνοφρυωμένα βουνά.
Τ' ανέμου, της γης και του νερού
τους μελωμένους ήχους σιώπησαν ν' ακούσουν,
θρηνόλαλη, θαρείς, συμπάθεια στα πάθη του θνητού.
Θύμωσε που δεν είχεν η λύρα του χαρίσει στο γένος των ελλήνων
της πίκρας και των δακρύων μετάπλασης οδό
με μελικές κλίμακες της λύπης απολυτρωτικές
σαν τούτου του πνεύματος* τις μεταστοιχειωτικές.
Ο ίδιος θα χάριζε στις μελλούμενες γεννιές
της μετουσίωσης αυτής την άρρητη, αλλότροπη* παραμυθία.
Θά 'κοβε μόνος του το νήμα της αλλόμουσης πνοής*,
άδουσα να συντροφεύει τους έλληνες στους αιώνες.
Τη λατρεία τους στις κλίμακές του θ' ανταμείψει.
Με θάνατο φριχτό θ' αθανάτιζε την παρρησία του Σειληνού.
Εξοργισμένος τάχα γι' ανατολίτικο θράσος
επέβαλ' επί τόπου της εκδάρσεως την ποινή.
Ας παραξηγούσαν τις προθέσεις του,
ας διακινδύνευε την αγαθή του φήμη.
Τό 'ξερε, άδικο θύμα δεν αφήνουν οι έλληνες αλάτρευτο.
Αξίζανε λοιπόν να υποδυθεί το θύτη.
Σύντομα και μες την ίδια τη Δελφίδα
θ' ακροάζονταν του θύματός του το σύριγμα, *
στις πίκρες τους πανάξι' αλλόμελη* συμπάθεια,
βάλσαμο τον βίον αλυπότερον καταστήσαι.