Μια βάρκα μια ψυχή κι ένας πειρατής
Τον τρέμανε Τούρκοι, τον θέλανε βασιλείς
Που μονάχος του έβαλε στο στόλο φωτιά
Κι ο Σουλτάνος άφρισε στου πειρατή τη διαβολιά
Ήταν τα χέρια του σίδερο και θάλασσα η ανδρεία
Απ'τη Μεσόγειο ως την μακρινή Κασπία
Τον ξέρανε οι Άγγλοι τον ζητούσανε οι τσάροι
Του τάζανε χρυσό να τους έφερνε χαβιάρι
Κι όταν στη χώρα του γύρισε με χρυσάφι
Πότισε η καρδιά μπαρούτι ανάσανε θειάφι
Να λευτερώσει την γη και τον ζυγό να τινάξει
Μα δεν ήξερε του έργου την τελευταία πράξη
Προτού η μοίρα στον λαιμό σχοινί του σφίξει
Και σε μια κόλλα, σε ενα χαρτι τον τυλίξει
Σαν έρθει η στιγμή σα φτάσει ο καιρός
Που την καταδίκη υπογράφει φίλος κι αδερφός
Γέρνει ξεψυχά απάνω στη κουπαστή
Δε τα μαθες θαλασσόλυκε και πειρατή
Πώς τούτη η γη λεβέντες βγάνει
Δεν λυγούν μήτε ήτανε ποτέ ζητιάνοι
Μα σα πλυθεί απ' του εχθρού το αίμα
Και σα γευτεί της διχόνοιας το ψέμα
Γυρνά ξανά και δικά της σπλάχνα σκίζει
Θάλασσα που σκαριά με μιας τσακίζει
Σα τη Μαντώ, τον Νικηταρά και τον Μακρή
Έτσι κι εσένα ειχε η μοίρα Βαρβάκη πειρατή
Και τα αδέλφια γίνονται πια εχθροί
Κλαίει η μάνα και πέφτουν ήρωες νεκροί
Γιατί όταν τούτη τη γη φίλησε ο Θεός
ο Άδης στεκόταν πίσω του φρουρός.
This poem has not been translated into any other language yet.
I would like to translate this poem