Διχόνοια Poem by Aphrodite Anastasia Menegaki

Διχόνοια

Μια βάρκα μια ψυχή κι ένας πειρατής
Τον τρέμανε Τούρκοι, τον θέλανε βασιλείς
Που μονάχος του έβαλε στο στόλο φωτιά
Κι ο Σουλτάνος άφρισε στου πειρατή τη διαβολιά

Ήταν τα χέρια του σίδερο και θάλασσα η ανδρεία
Απ'τη Μεσόγειο ως την μακρινή Κασπία
Τον ξέρανε οι Άγγλοι τον ζητούσανε οι τσάροι
Του τάζανε χρυσό να τους έφερνε χαβιάρι
Κι όταν στη χώρα του γύρισε με χρυσάφι
Πότισε η καρδιά μπαρούτι ανάσανε θειάφι
Να λευτερώσει την γη και τον ζυγό να τινάξει
Μα δεν ήξερε του έργου την τελευταία πράξη
Προτού η μοίρα στον λαιμό σχοινί του σφίξει
Και σε μια κόλλα, σε ενα χαρτι τον τυλίξει
Σαν έρθει η στιγμή σα φτάσει ο καιρός
Που την καταδίκη υπογράφει φίλος κι αδερφός

Γέρνει ξεψυχά απάνω στη κουπαστή
Δε τα μαθες θαλασσόλυκε και πειρατή
Πώς τούτη η γη λεβέντες βγάνει
Δεν λυγούν μήτε ήτανε ποτέ ζητιάνοι
Μα σα πλυθεί απ' του εχθρού το αίμα
Και σα γευτεί της διχόνοιας το ψέμα
Γυρνά ξανά και δικά της σπλάχνα σκίζει
Θάλασσα που σκαριά με μιας τσακίζει
Σα τη Μαντώ, τον Νικηταρά και τον Μακρή
Έτσι κι εσένα ειχε η μοίρα Βαρβάκη πειρατή
Και τα αδέλφια γίνονται πια εχθροί
Κλαίει η μάνα και πέφτουν ήρωες νεκροί
Γιατί όταν τούτη τη γη φίλησε ο Θεός
ο Άδης στεκόταν πίσω του φρουρός.

Sunday, April 12, 2020
Topic(s) of this poem: pirate,revolution
POET'S NOTES ABOUT THE POEM
Εμπνευσμένο από την επική ζωή του πειρατή και εμπόρου Βαρβάκη και την κατάρα της διχόνοιας που εξόντωσε ήρωες σε κάθε στιγμή της Ελληνικής Ιστορίας, όπως κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης το 1821.
COMMENTS OF THE POEM
READ THIS POEM IN OTHER LANGUAGES
Close
Error Success