Ας μιλήσουμε για το χρόνο λοιπόν.
Κι άρχισε την αφαίρεση:
-Γέρε χρόνε φύγε τώρα,
Χρόνε φύγε τώρα,
Φύγε τώρα,
Τώρα.
Αυτό να μείνει: το «τώρα»
μια και το «πριν» δε φαίνεται πια.
Ας είναι κι αυτό.
Μέλλον οπωσδήποτε δε χρειάζεται.
Τι καλό θα δω;
Μόνο την κλειστή αυλαία, το ξέρω με σιγουριά.
Απόρησαν θαυμάσια:
-Άχρονοι, ανέστιοι, εξόριστοι από τον κύκλο των εποχών,
με πράξεις άπρακτες, ασυγύριστες,
χωρίς «νόστιμον ήμαρ» του καιρού;
-Αλλάζουμε;
Πάρτε τα βιβλία μου, δώστε μου το χρόνο σας.
Κανείς δε μίλησε.
Τα βιβλία δεν έφυγαν απ' τη θέση τους
κι ο χρόνος τους έμεινε κοντά τους,
κουλουριασμένος στα πόδια τους,
ζεσταίνοντάς τους-ακόμη- με την ανάσα του
ενώ τους έκανε
και μικρές, ανεπαίσθητες γρατζουνιές.
Seems A good start with a nice poem, panagiotis. You may like to read my poem, Love And Iust. Thank you.