Πάρε μου μακρυά το ψωμί, αν το θες,
στέρησέ μου τον αέρα, μα
μη μου στερείς το χαμόγελό σου.
Μη μου παίρνεις μακρυά μου το τριαντάφυλλο,
το λουλούδι του κήπου που δρέπεις,
τη δροσιά που ξάφνου
στάζει μες τη χαρά σου,
το ξαφνικό πάντα ασημένιο κύμα
που γεννήθηκ' εντός σου.
Ο αγώνας μου τραχύς κι επιστρέφω πάντα
με κουρασμένα τα μάτια,
μες σε καιρούς να βλέπεις την ίδια,
να μην αλλάζει, την ίδια πάντα Γη.
Μα σαν το χαμόγελό σου εισέρχεται στη σκηνή,
στους ουρανούς ανεβαίνει εμένα να βρει,
όλες ανοίγει τις πόρτες
για μένα στη ζωή.
Αγάπη μου, στις πιο σκότεινες ώρες
ξεσπά το γέλιο σου,
κι αν δεις ξαφνικά
κηλίδες το αίμα μου
στο πλακόστρωτο του δρόμου,
γέλα, γιατί το χαμογέλιο σου
στα χέρια μου θα γίνει
παρθένο κοφτερό σπαθί.
Φθινόπωρο στ' ακρογιάλι
το γέλιο σου πρέπει να σηκώσει
αφρισμένο τον καταρράχτη του
και την ΄Ανοιξη, την Αγάπη.
Θέλω το γέλιο σου
λουλούδι που περίμενα,
το γαλάζιο λουλούδι, το τριαντάφυλλο
της πατρίδας μου που τ' απηχεί.
Γέλα τη νύχτα,
τη μέρα, στο φεγγάρι,
γέλα στους έλικες
σοκκάκια του νησιού,
γέλα σε τούτο τ' αδέξιο αγόρι
που σ' αγαπά.
Μα σαν ανοίγω
τα μάτια μου και τα κλείνω,
όταν ξεκινούν τα βήματά μου,
όταν επιστρέφουν τα βήματά μου,
αρνήσου μου ψωμί, αγέρα,
φως, πηγή,
μα ποτέ το χαμόγελό σου
γιατί θα πέθαινα.
Πολύ λυρικό και ρομαντικό!
Αα! Βλέπω το πρόσεξες κι αυτό, Σοφία.Δε μοιάζουνε σα δυο στεγόνες νερό