Διατηρώ του παρελθόντος τα χίλια κομμάτια,
τα μπιχλιμπίδια και τις ξεθωριασμένες φωτογραφίες,
αναμαλλιασμένα σαν φθινοπωρινά φύλλα που πήρ' ο άνεμος
πέρ' από κάθε παλμό πού 'χουν όντα μ' αναπνοή.
Δε μπορώ ν' ανοίξω το βήμα μου ανάμεσα σ' αυτές τις αναμνήσεις,
έχω σκύψει ενώπιον των θεών προς επαιτεία,
υπερασπίζομαι την υπόθεσή μου σ' έναν αδιάφορ' ουρανό
και περιμένω ν' ακούσω της εγκατάλειψης την ετυμηγορία.
Ο άνεμος συνωμοτεί ν' ανακινεί τα φύλλα σαν τη θλίψη
ενώ τα δάκρυα τρέχουν κι η ανακούφιση πενιχρή.
Παίρνω εν' αντικείμενο από το ράφι της μνήμης
καθώς αναπολώ τα νειάτα μου και τ' ανόητα σχέδια,
μ' ακόμα κι η μνήμη μού παρακρατεί
τ' αξιοθέατα και τους ήχους όσων κάποτ' υπήρξαν.
Τίποτε δε φαίνεται να ταιριάζει στ' αποτυχημένα μου σχεδιάσματα,
μια... φωνή να γεμίσει αυτή τη σιωπηλή παντομίμα.