Γιατί ν' αρχίζει ο καινούργιος χρόνος
όταν ο χειμώνας μπαίνει στα γηρατειά του
κι αυτά τα γεράματα νά 'χουμε κι εμείς
μαζί μας να σέρνουμε βδομάδες, μήνες;
Δε θα μπορούσαμε να τα σπρώξουμε
σ' έναν απ' τους σωρούς τα χιόνια
που με πέντε μέρες λιακάδα θα λυώσουν
κάτ' απ' το δροσερό γαλάζιο αγέρι;
Η να τα σκορπίσουμε στο υγρό μουσκεμένο παρτέρι
να τα πιει η κιτρινισμένη χλόη;
Γιατί να νοιώθουμ' υπεύθυνοι
για τον πατρο-χειμώνα
όταν ο σφριγηλός του διάδοχος αναδεύεται
κάτ' απ' τον πάγο και το χιόνι;
Βλέπει στα μάτια μας ενδοιασμό
κι αισθάνεται πως θα του λείψει το καλωσόρισμα;
Ανέλαβε βάρδια το ίδιο το ημερολόγιο
προαισθανόμενο ασυνειδήτως μακρύτερο χειμώνα;
΄Ο, τι και νά 'ναι, βαρέθηκα.
Το κέφι θέλω, την ανάταξη, του χρόνου τον κρότο.
Είναι τώρα η ώρα να τιμήσω την πίστη μου
στην αιωνιότητα των εποχών;
Οι λέξεις αθάνατες κι αιώνιες
ακόμα κρατούν τις κόγχες τους στο μυαλό μου.
Νοιώθω ξαφνικά το χρόνο
να ξεγλιστρά απ' την αθανασία του
σα φίδι που πετάει το δέρμα του
και γλιστράει άφαντο στους χορταρένιους όχτους.
Ποτέ δεν είν' τα πράγματα τόσο δύσκολα
όσο πρωτοφαίνονται.
Κλωτσάω κατά μέρος το απορριφθέν δέρμα
και ανοίγουμε μαζί το βήμα
πάνω σε κεκαθαρμένο μονοπάτι.