O Λαβίρυνθος κυττάζει βαθειά
μες τους καθρέφτες του.
Το ξέρει,
να βλέπεις είν' η βασική λειτουργία
κάθε όντος εν αναπτύξει.
Η πείνα του γι' ανάπτυξη άγρια.
Σαν οδοντωτά φαράγγια να κόβουν φέτες τη γη
καταβροχθίζει χώματα, βράχια, ηλίου φως, ευωδιές.
Τίποτε δεν αφήνει πίσω του.
Οι φιδωτοί του διάδρομοι
συγχίζουν τον ίδιο.
Δε βλέπει την πολύτιμη κλωστή,
τι χρώμα έχει γυναίκας πρόσωπο.
Κι αυτή να μη μπορεί να βοηθήσει.
΄Εχει ήδη κατεβεί.
Οι παρατημένοι τοίχοι τρομοκρατούν.
Σε πνίγουν, σ' εγκλωβίζουν
σαν όταν σ' όνειρο αγώνα δίνεις να ξυπνήσεις.
Και το δάπεδο να φεύγει μ' άλματα εμπρός σου.