Σα σύννεφο μονάχος περιπλανιέμαι,
επιπλέω πάν' από κάμπους, βουνά,
όταν ξάφνου βλέπω ένα σμήνος,
πληθώρ' ασφοδίλια χρυσά,
σε λίμνη δίπλα, σε δέντρων σκιά,
στην αύρα να φτερουγίζουν να χορεύουν τρελλά,
αδιάκοπα σαν τ' αστέρια να λάμπουν,
στου γαλαξία τα φτερά τις ματιές τους ν' αστράφτουν.
Ατέλειωτ' η γραμμή που χαράζουν
σ' απέραντη κόλπου ακρογιαλιά.
Και δέκα χιλιάδες θα πήρε μεμιάς η ματιά
σ' ευθυμίας χορό να τινάζουν τα κεφαλάκια,
το κύμα δίπλα τους να χορεύει, μα κείνα
το κύμα τ' αφρισμένο να ξεπερνούν στη χαρά.
Ποιητής να μη χαρεί
σ' αυτή την τρελή συντροφιά;
Τ' ατένιζα, τά 'βλεπα και δεν ένοιωθα τόσο
με τί πλούτο με προίκιζ' η θέα,
μα τώρα, συχνά όταν πέφτω στην κλίνη
σ' αδιάφορη, κενή περισυλλογή,
εκείνα λαμποκοπούν στου ματιού μου την άκρη
ευδαιμονία στη μοναξιά.
Κι ειν' τότε που γεμίζ' η καρδιά μου χαρά
και χορεύει με τους ασφόδιλούς της συντροφιά.