Θέλω να ξέρεις
ένα πράγμα.
Ξέρεις πώς μου συμβαίνει:
Αν κυττάξω
την κρυσταλλιένα σελήνη, το κόκκινο κλαδί
του όψιμου φθινοπώρου στη βεράντα,
αν αγγίξω
απ' τη φωτιά
τη στάχτη που σε καίει
ή το συρρικνωμένο φλεγόμενο του ξύλου σώμα,
σ' εσένα η σκέψη μου τρέχει,
ως εάν όλα όσα υπάρχουν
αρώματα, φως, μέταλλα
νά 'τανε μικρές βαρκούλες π' αρμενίζουν
κατά τα δικά σου νησιά που με περιμένουν.
Ωστόσο
αν λίγο το λίγο θέλεις, αγάπη μου, να μ' αφήσεις,
σ' αφήνω, αγάπη μου, κι εγώ λίγο το λίγο.
Αν όμως ξαφνικά
με ξεχάσεις,
μη με ψάξεις,
γιατί θα σ' έχω ήδη ξεχάσει.
Αν περνάς για βαριές και τρελές
τις σημαίες τ' ανέμου
π' οργώνουν τη ζωή μου
κι αποφασίσεις
στην ακτή να μ' εγκαταλείψεις,
απ' την καρδιά οπού 'χω τις ρίζες μου,
νομίζω,
την ίδια κείνη μέρα,
εκείνη την ώρα
θα σηκώσω τα μπράτσα
να ξεριζώσουν τις ρίζες μου,
να αναζητήσουν μιαν άλλη γη.
Αλλά
αν κάθε μέρα,
κάθε ώρα
νοιώθεις πως είσαι σε μένα ταμένη,
με διψασμένη για μένα γλυκύτητα,
αν κάθε μέρα και σ' ανεβαίνει
ένα λουλούδι στα χείλη εμένα να βρει,
τότε αγάπη μου, τότε καλή μου,
σ' όλο μου το κορμί εκείν' η φωτιά θα φουντώνει,
μέσα μου τίποτε δε θά 'χει σβηστεί, δε θά 'χει λησμονηθεί.
Η αγάπη μου απ' την αγάπη σου θρέφεται
κι όσο ζεις, θά 'ναι στα χέρια σου
χωρίς απ' τα δικά μου ποτέ νά 'χει χαθεί.